Λίγη ιστορία!

στις

Σε μια γραφική ακτή του Κορινθιακού, σε φύση μαγευτική, βρίσκεται η Συκιά. Το επίνεμο και όμορφο τούτο χωριό δεν είναι τυχαίο μέσα στην Κορινθιακή ιστορία διότι δεν υστερεί σε πολιτισμό, σε γραφικότητα, σε ιστορία και αρχαιολογία. Η θάλασσα, που θωπεύει τη σημερινή Συκιά, στην αρχαιότητα έμπαινε μέσα μέχρι την αρχή του χωριού Γελληνιάτικα και σχημάτιζε ένα περίφημο και επίνεμο κολπίσκο, ο οποίος χρησίμευε για λιμάνι. Σε πολλά σημεία της Συκιάς, οι ντόπιοι, βρίσκουν αρχαίους τάφους, αγγεία και ειδώλια.

Από το βιβλίο “Ιστορικά του Ξυλοκάστρου” Τόμος Α’, Σταύρου Αθ. Κουτιβά, Αθήνα 1962

Βυζαντινή και Φραγκική εποχή: Μια ενδιαφέρουσα ιστορία

Στη βυζαντινή και φραγκική εποχή το λιμανάκι της Συκιάς φέρει το όνομα “Όρμος αγίου Νικολάου Συκής” και έγινε αιτία μιας ενδιαφέρουσας ιστορίας την οποία αναφέρουν οι ιστορικοί Παπαρρηγόπουλος, Μίλλερ και Λάμπρος, με το να φιλοξενεί ωραίον Φράγκο βαρώνο στην όμορφη παραλία της, κάτω από μια πανύψηλη και δασύσκια συκιά, όπου έτρεχαν πολλές κρήνες άφθονο κρυσταλλένιο νερό.

Το 1289 όταν ανακηρύχθηκε πρίγκιπας της Αχαΐας, δηλ. του Μοριά, ο Φλωρέντιος ο Εννεγαυικός (1289-1297), ο οποίος νυμφεύθηκε τη χήρα κόρη του τελευταίου Βιλλεαρδουίνου Ισαβέλλα, που είχε παντρευθεί ενωρίτερα το Φίλιππα, το γιο του Καρόλου του Α’ και έτσι κληρονόμησε το “πριγκιπάτο του Μωρέως“, η Συκιά και η γύρω περιοχή των Τρικάλων αποτελούσε φέουδο, που υπάγονταν στη βαρωνία της Κορίνθου. Ο Βιλλεαρδουίνος, ως γνωστόν, από το 1210 “ερρύθμισε το φεουδαλικόν αυτού κράτος κατά τα πάτρια, ήτοι τα της εν Γαλλία Καμπανίας έθιμα”. Η Πελοπόννησος διαιρέθηκε σε βαρωνίες και κάθε βαρωνία σε φέουδα “τω ηγεμόνι υποτελείς διοικήσεως”. Ο Φλωρέντιος, λοιπόν, διώρισε αρχηγό της επαρχίας Κορίνθου και του φρουρίου της το συγγενή του Ουάλτερο Λειδεκέρκη το 1292, ένα νέον ωραίον, αγέρωχον και δαπανηρόν. Στην Κορινθία την εποχή εκείνη, είχαν έρθει πολλοί Έλληνες από άλλες ελληνικές επαρχίες, εργάζονταν, πλήρωναν τους φόρους και γενικά ζούσαν με τους Φράγκους μονοιασμένοι. Μεταξύ αυτών των Ελλήνων που ήρθαν και ζούσαν στην Κορινθία, ήταν κι ένας επιφανής, που ονομάζονταν Φώτιος και ήταν συγγενής της ισχυρής οικογένειας, Ζασσή, η οποία δέσποζε αρκετής περιφέρειας στην Τσακωνιά και της οποίας ένας κλάδος της κατοικούσε στα Καλάβρυτα με τον Ιάκωβο Ζασσή, “φημιζόμενον τότε εν Αχαΐα ως τον άριστον μεταξύ των Ελλήνων πολεμικόν άνδρα”. Ο Φώτιος ανέπτυξε μεγάλη δραστηριότητα στην Κορινθία, πλούτισε, έκαμε ωραιότατο σπίτι στην Κόρινθο, είχε στην ιδιοκτησία του πολλά χωριά και γενικά περνούσε ζωή ηγεμονική. Ο Ουάλτερος, ο οποίος κατασπατάλησε τους φόρους, που είχε εισπράξει από τους ιθαγενείς Έλληνες, άρχισε να ληστεύει τους πλούσιους απ’ αυτούς προύχοντες. Έπιασε τότε το Φώτιο και τον φυλάκισε με την κατηγορία ότι ήταν πλουσιότερος απ’ ότι έπρεπε και ζητούσε 10.000 υπέρπυρα, από τον Ιάκωβο Ζασσή και απειλούσε ότι θα τον σκότωνε αν δεν του κατέβαλαν τα λύτρα. Επειδή ο Ζασσής δεν πλήρωνε τα λύτρα, ο Ουάλτερος ξερρίζωσε δύο δόντια του Φωτίου. Ο Φώτιος, βρήκε 1.000 υπέρπυρα, τα οποία έδωσε στον Ουάλτερο και του υπεσχέθηκε ότι θα εύρισκε και τις άλλες 9.000 αν τον άφηνε ελεύθερο. Πράγματι έτσι έγινε, τον ελευθέρωσε, αλλά ο Φώτιος πήγε στον συγγενή του Ζασσή και με αίτησή του ζητούσε δικαιοσύνη από τον πρίγκιπα της Αχαΐας Φλωρέντιο. Ο Φλωρέντιος επειδή αγαπούσε πολύ τον συγγενή του Ουάλτερο δεν έδωσε καμιά σημασία. Τότε ο Φώτιος απεφάσισε να πάρει εκδίκηση με το χέρι του και συνεχώς εγύριζε στην Κορινθία με ομάδα από πιστούς του μήπως πετύχει τον Ουάλτερο για να τον σκοτώσει. Την άνοιξη του 1295, ο Φώτιος βρισκόταν στη σημερινή Συκιά και παραμόνευε. Την εποχή αυτή, ο βαρώνος της Βοστίτζας Γουίδων Σαρπινύ, ο οποίος φημίζονταν για τη χρηστότητα και την καλοσύνη του προς τους Έλληνες, απεφάσισε να επισκεφθεί το βαρώνο της Κορίνθου Ουάλτερο με πλοίο. Όταν το πλοίο περνούσε κοντά στη Συκιά και είδε το μαγευτικό τοπίο με το θαυμάσιο λιμανάκι του, ο Σαρπινύ, έδωσε διαταγή να το επισκεφθούν, να γευματίσουν και να ξεκουραστούν. Έτσι και έγινε “απεβιβάσθη εις τον λιμενίσκον του αγίου Νικολάου της Συκής (St Nicolaw Au Figuiet) μετά δύο μόνον ιππέων και τεσσάρων ακολούθων, ίνα γευματίση αυτόθι εν ανέσει παρά τινι κρήνη”. Ο Φώτιος, που βρισκόταν εκεί κοντά, νόμισε πως ήταν ο Ουάλτερος και ότι ήλθε η ώρα να τον εκδικηθεί. Έτρεξε και ξαφνικά τον πλήγωσε στο κεφάλι με το ξίφος του λέγοντας: “ιδού η πληρωμή σου, κυρ Ουάλτερε”. Ο Φώτιος αμέσως αντελήφθηκε το σφάλμα του, έπεσε στα γόνατα του πληγωμένου και του ζητούσε συγγνώμη. Δυστυχώς όμως, το τραύμα του Σαρπινύ ήταν βαρύ και πέθανε. Ο Φλωρέντιος θέλησε να εκδικηθεί τους Καλαβρυτινούς ως προταίτιους του εγκλήματος του Σαρπινύ, αλλά τον απέτρεψαν οι συνετώτεροι σύμβουλοί του. Ο Φώτιος κατέφυγε στο Μυστρά και ο Φλωρέντιος “απήτησε παρά του εν Μυστρά εδρεύοντος στρατηγού να τιμωρήσει τον εκεί καταφυγόντα δολοφόνον. Ο στραγητός όμως απεκρίθη ότι κυρίως υπεύθυνος επί τοις γενομένοις ήτο ο πλεονέκτης Ουάλτερος και ότι προ πάντων αυτός έπρεπε να τιμωρηθεί”. Έτσι γλίτωσε την τιμωρία ο Φώτιος.

Τουρκοκρατία (η Συκιά ονομάζεται Πύργος)

Ενώ το χωριό στους βυζαντινούς και φραγκικούς χρόνους ονομάζονταν “όρμος αγίου Νικολάου της Συκής“, αργότερα στην περίοδο της Τουρκοκρατίας πήρε την ονομασία Πύργος. Την ονομασία αυτή την πήρε από τον περίφημο πύργο του Χαλήλ αγά, που σώζεται και σήμερα ακόμα και βρίσκεται πάνω απ’ το δημόσιο δρόμο της Συκιάς. Την ονομασία αυτή του Πύργου την αναφέρουν πολλοί ναυτικοί χάρτες του αγγλικού Ναυαρχείου. Ο Χαλήλ αγάς ήτο παππούς του Κιαμήλμπεη του ονομαστού άρχοντα της Κορίνθου, ο οποίος λέγουν ότι γεννήθηκε σε τούτον τον πύργον και βύζαξε από τα ίδια στήθια της παραμάνας, που βύζαξε και ο Θεοχαράκης Ρέντης και ότι τον χρησίμευε ως θέρετρο και ως φυλαχτήριο των μεγάλων του γαιοχτήσεων. Ο πύργος τούτος είναι παμπάλαιος και γραφικός.Παρά την κακή ανακαίνισή του, σήμερα, διακρίνει κανένας την άφθαστη τεχνική του και τα μέτρα, που είχαν ληφθεί για την ασφάλειά του. Γύρω του, είχε θολωτά συνεχόμενα δωμάτια, που δεν υπάρχουν σήμερα. Μόνο οι κλεισμένες πολεμίστρες δείχνουν την παλαιική του ύπαρξη. Το κάτω μέρος, του πύργου, χρησίμευε για την τοποθέτηση σιταριού, σταφίδας, ρυζιού, λαδιού κλπ.

1842. Πυργοσυκιά

Όχι μακριά από τον πύργο τούτον και στο νοτιοανατολικό μέρος του βρισκόταν η παλαιά συκιά με τις κρήνες, που έτρεχαν το κρυσταλλένιο νερό τους στις ρίζες της, το οποίο έφερνε ένα παλαιό υδραγωγείο σκεπασμένο από μακριά. Το κρύο τούτο νερό το ονόμαζαν “βουνίσιο”. Σήμερα χάθηκε το νερό στο σημείο, που υπήρχε και βγαίνει κάτω απ’ το δημόσιο δρόμο στην παραλία και χύνεται στη θάλασσα. Από τούτη τη παλαιική συκιά περνούσε ο δρόμος, στην οποία, οι οδοιπόροι κατάκοποι κάθονταν να γευματίσουν και να ξεκουρασθούν. Από τη συκιά αυτή, η τοποθεσία πήρε την ονομασία “στη Συκιά”. Η συκιά τούτη σώζονταν μέχρι το 1842. Το όνομα της Συκιάς ενώθηκε με του πύργου αργότερα και ονομάσθηκε η τοποθεσία Πυργοσυκιά. Έτσι έμεινε αρκετά χρόνια στους αγγλικούς χάρτες. Χάρτης αγγλικός του 1815, δεν αναφέρει “όρμο αγίου Νικολάου Συκής“, αλλά “όρμο Πυργοσυκιάς“.

Μετά την απελευθέρωση, στα χαρτιά του επίσημου κράτους, γράφτηκε ως Συκιά. Γύρω από τη συκιά, που στάθμευαν οι οδοιπόροι, επικρατούσε η βλάστηση και απολάμβανε καθένας, απ’ τη θέση αυτή, τις απέναντι γραφικές οροσειρές του Παρνασού και του Κιθαιρώνα. Από το λιμανάκι της Συκιάς φαίνεται να έφυγε, ο ερχόμενος όσιος Λουκάς από το Ζεμενό, για τη Φωκίδα, όπου ίδρυσε το ονομαστό του μοναστήρι με τα περίφημα μωσαϊκά.

Οι πρώτοι οικιστές της σημερινής Συκιάς

Οι πρώτοι οικιστές της σημερινής Συκιάς ήταν οι Ιωάννης και Γεώργιος Ιωάννου, οι οποίοι ακολουθούμενοι από εκλεχτούς Τρικαλίτες, το 1842, Κακριδήδες, Καλογερόπουλους και Μπούρλους ήρθαν και έχτισαν τις πρώτες οικίες μ’ ένα περίφημο οικοδομικό ρυθμό.

Ο Ν. Καλογερόπουλος στα χειρόγραφά του, τα οποία δυστυχώς άφησε δυσανάγνωστα αναφέρει:

Εδώ βραδύτερον ανεπτύχθη ο πρώτος πολιτισμός εν Κορινθία με ποιητάς, καλλιτέχνες, πρωθυπουργούς, αρεοπαγίτες, λογίους, ναυάρχους, στρατηγούς, κλπ. Απ’ εδώ προήλθεν και ο πρώτος περίφημος σατυρικός ποιητής, ο αείμνηστος Σοφοκλής Καρύδης, ο λυρικός Καριωτάκης, εδώ κατέμεινε επί μακρά ο Άγγελος Σικελιανός και τόσοι άλλοι.

Το 1850, στη Συκιά έμεινε η Αμαλία με τον Όθωνα στο σπίτι του Σακελλαρίου. Όταν προχώρησε για το Ξυλόκαστρο, στη θέση όπου σήμερα υπάρχει ο σιδηροδρομικός Σταθμός, βγήκαν οι Καρυώτισσες, με τις τοπικές τους ενδυμασίες και χόρεψαν ελληνικούς χορούς. Η Αμαλία ενθουσιάσθηκε και πέταξε χρυσά νομίσματα (Κωνταντινάτα), τα οποία αργότερα κρέμασαν οι Καρυώτισσες στη ζώνη τους. Μετά την επανάσταση, ο Πύργος του Χαλήλ δόθηκε μαζί με άλλα χτήματα στη Γελλήνη, από το κράτος, στο στρατηγό Ι. Σγουρό, που είχε πάρει γυναίκα από τη Γελλήνη.
Η Συκιά, που κατοικήθηκε από τους περισσότερους άρχοντες των Τρικάλων καθώς της Καρυάς και της Γελλήνης και μάζεψε όλη την αριστοκρατία του πνεύματος της εποχής εκείνης είχε όλα τα πλεονεχτήματα για να γινόταν μια μεγάλη πόλη. Γι’ αυτό το λόγο, οι προύχοντες σκέφθηκαν να δώσουν στη Συκιά μεγαλόπνευστο “σχέδιο πόλεως”. Κάλεσαν βαυαρό μηχανικό από την Αθήνα, ο οποίος, πράγματι, το 1846 χάρισε στη Συκιά ωραιότατο σχέδιο, το οποίο σήμερα φυλάσσεται στο κοινοτικό της γραφείο, και πρόβλεπε μεγάλους δρόμους, σχολεία, πλατείες, γυμναστήριο κλπ.

Η ανάπτυξη του Ξυλοκάστρου

Ο Ανδρέας Νοταράς, ο οποίος ήταν τότε υπασπιστής και αυλάρχης του Όθωνα, αντέδρασε, διότι τα κομματικά και οικονομικά συμφέροντα των Νοταραίων επέβαλαν να μεγαλώσει το Ξυλόκαστρο και όχι η Συκιά, όπου κατοικούσαν οι αντίθετοι των Νοταραίων Τρικαλίτες άρχοντες. Έτσι έχασε, η Συκιά, την ευκαιρία να συγκεντρώσει τους τότε κατοίκους των ορεινών χωριών, που άρχισαν να κατεβαίνουν στα παράλια, προς ωφέλεια του Ξυλοκάστρου, που τότε το κατοικούσαν δέκα οικογένειες μόνο. Στο άνω μέρος της Συκιάς κοντά στην παλιά βρύση οι χωρικοί όταν σκάβουν βρίσκουν θέμελα παλαιών σπιτιών και μνήματα από την παλιά Συκιά της Τουρκοκρατίας. Στους βυζαντινούς και φραγκικούς χρόνους, το λιμανάκι της Συκιάς ονομάζονταν, όπως είπαμε, “όρμος αγίου Νικολάου της Συκής”, πιθανότατα να πήρε την ονομασία αυτή από το εκκλησάκι του αγίου Νικολάου, που υπήρχε στα βυζαντινά χρόνια στη σημερινή τοποθεσία της Παναγίας. Την εποχή της Τουρκοκρατίας, ενωρίτερα από τον Χαλήλ αγά και τον Κιαμήλμπεη, ιδιοχτήτης των εκτάσεων, που αρχίζουν από τη Συκιά ως το Καμάρι, αναφέρει η παράδοση, ότι ήταν ο Σελήμ εφέντης και από τη Συκιά ως το Μελίσσι ότι ήταν ο Ισμαήλ πασάς.

1874: Μια περιγραφή της Συκιάς τότε

Ο Αυστριακός αρχιδούκας Λουδοβίκος της Τοσκάνης που περιηγήθηκε στα 1874 τον Κορινθιακό, μας δίνει για την Συκιά τις παρακάτω πληροφορίες:

… Στο τέλος της κόκκινης απότομης όχθης, στο σηματισμό μιας μεγάλης αλλά ηπίας εγκόλπωσης της παραλίας, βρίσκεται το χωριό Συκιά, εν μέρει γύρω από την εγκόλπωση και εν μέρει επάνω στον προβάλλοντα μύτικα. Περνώντας τρία πηγάδια που βρίσκονται μπροστά, φθάνει κανένας στο φιλικό χωριό κοντά στην παραλία με 100 περίπου σπίτια. Τα περισσότερα πέτρινα σπίτια είναι στην παραλία, κάτωθι ενός με προβάλλον τουρκικό κιόσκι. Προς τα επάνω τα σπίτια είναι άλλα από πλίθες και άλλα με πέτρες κτισμένα. Σχεδόν όλα έχουν πόρτες με ημικυκλικά υπέρθυρα και παράθυρα με ημικυκλικά τόξα, όπως επίσης και ξύλινα μπαλκόνια. Στο προς τα πίσω τμήμα του χωριού, υψώνεται πίσω από μια πλατεία με γρασίδι, όπου μια γραφική παλιά κουκουναριά χρησιμοποιείται ως φυσικό καμπαναριό, η εκκλησία της Παναγίας. Αυτή παρουσιάζει επάνω μια επίπεδη σκεπή και εσωτερικά ένα σε σχήμα κασετίνας χωρισμένο επίπεδο ταβάνι, ζωγραφισμένο με αστέρια. Ολόγυρα έχει καθίσματα και μια στοά πάνω από την είσοδο. Στην αρχή του χωριού χύνεται στη θάλασσα ένα ρυάκι, ανάμεσα στο οποίο και στο μύτικα, απέναντι στα σπίτια, μπορεί κανένας σχετικά καλά να αγκυροβολήσει, αλλά πρέπει να προσέχει σε ισχυρό βορειοδυτικό άνεμο που έρχεται από τον λοξά ευρισκόμενο κόλπο των Σαλώνων. Η Συκιά βρίσκεται ανάμεσα σε κήπους από μουριές, κυπαρίσσια, πολλές λεμονιές, πορτοκαλιές, ροδιές και άλλα οπωροφόρα δένδρα. Πολλοί από τους μεγάλους κήπους είναι περιφραγμένοι με πλίθινους τοίχους. Πίσω τους εκτείνονται οι αμπελώνες….

Η Συκιά σήμερα

Η Συκιά, που γνώρισε τόσων αιώνων ιστορία και έδωσε πολλούς άξιους ανθρώπους στα γράμματα και στις τέχνες, σήμερα είναι ένα μικρό χωριό με 618 κατοίκους των οποίων η κυρία ασχολία είναι η καλλιέργεια των εσπεριδοειδών, λίγων ελιών και κηπουρικών. Τους θερινούς μήνες φιλοξενεί πολλούς τουρίστες και πολλά τέκνα της, τα οποία δεν την ξεχνούν και έρχονται κοντά της για λίγο καιρό να βρουν την γαλήνη και τη δροσιά. Η θάλασσα της Συκιάς, πρέπει να ομολογηθεί, είναι ανώτερη του Ξυλοκάστρου και μαγευτικότερη. Η εκκλησία της, η Κοίμηση της Θεοτόκου, χτίσθηκε το 1842 από τη Μαρία και τον Παναγιώτη Ιωάννου. Στη θέση της προϋπήρχε μικρός ναΐσκος, παλαιός, της Παναγίας. Ιερείς στη Συκιά υπηρέτησαν οι Γ. Παπαγεωργίου, Β. Παπαγεωργίου, Χαρ. Μπακάμης (1900-1961), Αναστ. Αδάμ. Πρόεδροι της κοινότητας υπηρέτησαν από το 1914, οι Ανδρ. Ζούζουλας, Αδαμ. Σακελλαρίου, Παναγ. Σγουρός, Ανδρ. Αντίπας, Β. Καραβάς, Β. Ρουσσινός, Χαράλαμπος Υψηλάντης, Νικόλαος Κούγιας, Βασίλης Μπότσος, Βλάσης Σούρλος.

Ως γραμματείς της κοινότητας υπηρέτησαν οι: Χαρ. Μπακάμης (1914-1932), Γ. Γιαννακόπουλος (1932-1936), Απ. Θεοδωρόπουλος, Βασίλης Τσαγρής.

Το 1937 ιδρύθηκε “σταφιδικός συνεταιρισμός” με πρόεδρο τον Γεώργιο Κατσαρό.
Στην απογραφή του 1879 είχε (92) κατοίκους. Το 1907 (305), το 1928 (285), το 1940 (283), το 1951 (384), το 1961 (352), το 1971 (362), το 1981 (370), το 1991 (641)  το 2001 (600).